- παρηγόρημα
- παρηγόρ-ημα, ατος, τό,A exhortation, consolation,
ἄτεγκτος παρηγορήμασιν A.Fr.348
;π. βίου Ph.2.39
;λυπουμένων S.E.M.6.18
.2 remedy, Plu.2.543a (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄτεγκτος παρηγορήμασιν A.Fr.348
;π. βίου Ph.2.39
;λυπουμένων S.E.M.6.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρηγόρημα — exhortation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγόρημα — το, ΜΑ [παρηγορώ] παραμυθία, παρηγοριά αρχ. 1. προτροπή, συμβουλή, παραίνεση 2. αντίδοτο ή θεραπευτικό μέσο 3. συνεκδ. θεραπεία … Dictionary of Greek
παρηγορημάτων — παρηγόρημα exhortation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορήμασιν — παρηγόρημα exhortation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορήματα — παρηγόρημα exhortation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοπαρηγόρημα — τὸ, Μ παρηγόρημα τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παρηγόρημα (< παρηγορῶ)] … Dictionary of Greek